english-flag
Search

Ομιλία κ. Μίχαλου, Προέδρου ΚΕΕ & ΕΒΕΑ, στο 1ο Ελληνοβρετανικό Συμπόσιο (1st Greek-British Symposium)

mixalos_23102017

«Χαίρομαι για την ευκαιρία να συμμετέχω στο ενδιαφέρον αυτό συμπόσιο.
Στην παρούσα φάση, θα έλεγε κανείς ότι η Βρετανία και η Ελλάδα ακολουθούν παράλληλες πορείες. Πορείες που οδηγούν σε αντίθετες κατευθύνσεις, αλλά που δημιουργούν εξίσου σημαντικές προκλήσεις, κινδύνους και ευκαιρίες.
Η Βρετανία, με απόφαση των πολιτών της, επιχειρεί την οργανωμένη απομάκρυνσή της από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη διαμόρφωση ενός νέου στίγματος στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής και της παγκόσμιας οικονομίας.
Η Ελλάδα, από την άλλη, επιδιώκει την επαναπροσέγγιση και τον επαναπροσδιορισμό της θέσης της εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μετά από μια βαθιά οικονομική κρίση.
Και οι δύο χώρες, επιχειρούν να διαμορφώσουν τους όρους μιας νέας εποχής. Η επιτυχία της προσπάθειάς τους θα κρίνει το μέλλον των οικονομιών και των λαών τους.
Πολλά όμως είναι αυτά που κρίνονται και για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το ευρωπαϊκό μόρφωμα σχεδιάστηκε εξαρχής χωρίς πρόβλεψη εξόδου, με το ίδιο να ισχύει βεβαίως και για τη ζώνη του κοινού νομίσματος. Με αποτέλεσμα, τόσο στην περίπτωση της Ελλάδας, όσο και στην περίπτωση της Βρετανίας, οι ηγεσίες της να κληθούν να κινηθούν σε αχαρτογράφητα νερά.
Ο δρόμος και η στάση που θα επιλέξουν, σε πρακτικό και συμβολικό επίπεδο, απέναντι στις παράλληλες προκλήσεις – της αποχώρησης της Βρετανίας και της προσπάθειας οικονομικής επανενσωμάτωσης της Ελλάδας – θα διαμορφώσουν σε μεγάλο βαθμό το μέλλον της ευρωπαϊκής οικονομίας, αλλά και του ίδιου του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.
Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στη Βρετανία αποτέλεσε σίγουρα μια ιστορικής σημασίας εξέλιξη, καθώς πρόκειται για την πρώτη φορά που ένα κράτος αποχωρεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το γεγονός αυτό – το ότι δεν υπάρχει προηγούμενο παρόμοιων διαπραγματεύσεων στο παρελθόν – σαφώς δημιουργεί υψηλό βαθμό αβεβαιότητας. Τόσο για το χρόνο επίτευξης μιας νέας συμφωνίας, όσο και για το περιεχόμενό της.
Ο χρόνος επίτευξης και η μορφή της νέας σχέσης μεταξύ της Βρετανίας και των κρατών – μελών της Ε.Ε. – αλλά και οι εμπορικές συμφωνίες που θα πρέπει η Βρετανία να επαναδιαπραγματευθεί πλέον αυτόνομα με κράτη εκτός
Ε.Ε., θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις του Brexit τόσο στην ίδια τη χώρα, όσο και στην Ευρώπη και στον υπόλοιπο κόσμο.
Υπάρχουν ευκαιρίες, όσο και κίνδυνοι.
– Η μη υποχρέωση συμμόρφωσης με τους κανόνες που απορρέουν από τη συμμετοχή στην ενιαία αγορά, θα επιτρέψει στη Βρετανία να καταργήσει ρυθμίσεις οι οποίες ενδεχομένως να περιορίζουν την εγχώρια οικονομική δραστηριότητα.
– Επίσης, η Βρετανία θα αποκτήσει μεγαλύτερη ευελιξία στη σύναψη εμπορικών σχέσεων με τρίτες χώρες.
– Από την άλλη, μια μεγάλη απόκλιση σε επίπεδο ρυθμιστικών πλαισίων σε σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση, θα είχε μακροπρόθεσμα αρνητικές συνέπειες για την οικονομία της Βρετανίας, δυσχεραίνοντας επενδύσεις και εμπορικές σχέσεις με ευρωπαϊκές επιχειρήσεις.

Στη φάση αυτή κάθε πρόβλεψη είναι εξαιρετικά δύσκολη. Ωστόσο, πολλά θα κριθούν από το μοντέλο σχέσης που τελικά θα επιλεγεί και από τη διαμόρφωση της ισορροπίας μεταξύ πολιτικής ευελιξίας και συμβατότητας, ώστε να μην τεθούν σε κίνδυνο οι επενδυτικές και εμπορικές σχέσεις με την υπόλοιπη Ευρώπη.
Αυτό που, ως ευρωπαϊκή επιχειρηματική κοινότητα, ζητούμε – αποτέλεσε και το βασικό μήνυμα της συνόδου της Λέσχης Μητροπολιτικών Επιμελητηρίων του περασμένου Μαρτίου – είναι να υπάρξει δέσμευση και των δύο πλευρών στη διαφύλαξη κρίσιμων για τις επιχειρήσεις δραστηριοτήτων: όπως είναι η πρόσβαση σε εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό, το εμπόριο, οι εξαγωγές και οι μεταφορές.
Η Ελλάδα επιχειρεί στην παρούσα φάση να βρει ξανά το βηματισμό της εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μετά από μια πρωτοφανή σε ένταση και διάρκεια οικονομική κρίση.
Οι δεσμεύσεις που είχε αναλάβει η χώρα ως προς τη δημοσιονομική προσαρμογή έχουν, με μεγάλη προσπάθεια και θυσίες, επιτευχθεί. Η μεγάλη πρόκληση τώρα είναι η επίτευξη γρήγορων και διατηρήσιμων ρυθμών ανάπτυξης, ώστε η ελληνική οικονομία να αποκτήσει πλέον μια νέα «κανονικότητα», διαφορετική σε σχέση στο παρελθόν.
Η Ελλάδα χρειάζεται την ανάδειξη ενός νέου παραγωγικού υποδείγματος, το οποίο θα στηρίζεται στην εξωστρέφεια και στις επενδύσεις. Ενός υποδείγματος που θα της επιτρέψει να αξιοποιήσει τα πλεονεκτήματά της και να διεκδικήσει ξανά το ρόλο ενός δυναμικού περιφερειακού οικονομικού πόλου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή.
Η οικοδόμηση ενός τέτοιου μοντέλου προϋποθέτει ανταγωνιστική παραγωγή, η οποία θα προκύψει μέσα από σοβαρές επενδύσεις σε φυσικό και ανθρώπινο
κεφάλαιο, στην καινοτομία, στην ποιότητα, στη διαφοροποίηση. Προϋποθέτει επίσης ένα ευνοϊκό φορολογικό και διοικητικό περιβάλλον, το οποί θα εμπνέει εμπιστοσύνη στους επενδυτές και θα ενθαρρύνει την ανάληψη νέων επιχειρηματικών πρωτοβουλιών.
Τα προηγούμενα χρόνια έγιναν σημαντικά βήματα με στόχο τη δημιουργία των παραπάνω συνθηκών. Παραμένουν, όμως, σημαντικά εμπόδια.
– Μεταξύ των κυριότερων είναι ένα αντιαναπτυξιακό μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής, το οποίο επιβαρύνει υπέρμετρα την επιχειρηματική δραστηριότητα και την απασχόληση.
– Επίσης, εκκρεμούν ακόμη σημαντικές μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της Δημόσιας Διοίκησης, για τη μείωση του ρυθμιστικού όγκου και την αποσαφήνιση της νομοθεσίας που διέπει τις επενδύσεις, για την επιτάχυνση της διαδικασίας απονομής δικαιοσύνης κ.ά.

Το αίτημα, επομένως, της ελληνικής επιχειρηματικής κοινότητας συνοψίζεται σε λίγες λέξεις: λιγότεροι φόροι, περισσότερες και ταχύτερες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Είναι ένα αίτημα που απευθύνεται πρωτίστως στην πολιτική ηγεσία της χώρας, αλλά και στους δανειστές. Η ελληνική οικονομία χρειάζεται δημοσιονομικό χώρο. Χρειάζεται προσαρμογή των στόχων για τα δημοσιονομικά πλεονάσματα, σε επίπεδα τέτοια ώστε να ευνοούν την ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή.
Δεν μπορούν να υπάρξουν βιώσιμα δημοσιονομικά πλεονάσματα χωρίς ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης. Και δεν μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη, με μια δημοσιονομική πολιτική που στηρίζεται στην υπερφορολόγηση.
Σε μια περίοδο όπου η εξωστρέφεια αποτελεί κρίσιμο παράγοντα ανάπτυξης για την Ελλάδα, η αποχώρηση ενός σημαντικού εταίρου από την Ε.Ε., όπως η Βρετανία, σαφώς δημιουργεί επιπτώσεις και για τη χώρα μας.
Οι οικονομικές και εμπορικές σχέσεις των δύο χωρών βρίσκονται αυτή τη στιγμή σε ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο. Το 2016 η Βρετανία είχε την 4η θέση μεταξύ των εμπορικών εταίρων της Ελλάδας και την 7η μεταξύ των πελατών της.
Ο όγκος εμπορίου ανήλθε σε 2,3 δισ. Ευρώ, με τις ελληνικές εξαγωγές να ανέρχονται σε 1,07 δισ. Ευρώ
Με βάση το μέσο μερίδιο στο εγχώριο ΑΕΠ των συνολικών ελληνικών εξαγωγών προς το Η.Β. κατά την τελευταία πενταετία, η άμεση επίδραση (first-round effect) μίας υποθετικής μείωσης κατά μία ποσοστιαία μονάδα του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών υπηρεσιών και εμπορευμάτων προς το Η.Β., θα μπορούσε να επιφέρει μείωση του ονομαστικού ΑΕΠ της Ελλάδας κατά περίπου 0,03 ποσοστιαίες μονάδες (και αντιστρόφως).
Ο ανθρώπινος παράγοντας: στο διάστημα 2008 – 2017 περίπου 76.000 Έλληνες εγκαταστάθηκαν για εργασία στη Βρετανία, αποκτώντας Αριθμό Κοινωνικής Ασφάλισης. Ενώ 9.800 Έλληνες φοιτητές σπούδαζαν σε βρετανικά πανεπιστήμια την προηγούμενη ακαδημαϊκή χρονιά.
Οι δεσμοί που έχουν ήδη δημιουργηθεί σε οικονομικό, εμπορικό αλλά και ανθρώπινο επίπεδο, μεταξύ της Ελλάδας και της Βρετανίας, θα πρέπει να διαφυλαχθούν και να ενισχυθούν περαιτέρω. Είναι σημαντικό να αξιοποιηθούν στο μέγιστο οι δυνατότητες επέκτασης της συνεργασίας των δύο χωρών, σε τομείς κλειδί όπως ο τουρισμός, η ναυτιλία, η εκπαίδευση, οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, οι εξαγωγές προϊόντων του αγροτοδιατροφικού τομέα κ.ά.
Οι επιπτώσεις του Brexit στην Ε.Ε. θα είναι σίγουρα αισθητές, σε οικονομικό αλλά και σε πολιτικό επίπεδο, αφού η Βρετανία αποτελεί μέχρι τώρα έναν ισχυρό φιλελεύθερο πόλο.
Υπάρχει πράγματι η πιθανότητα, χωρίς την Βρετανία και με την αλλαγή της ρυθμιστικής ισορροπίας και δυναμικής, οι Ευρωπαϊκοί Θεσμοί να αποκτήσουν μεγαλύτερη ισχύ και επιρροή.

Ωστόσο, θεωρώ ότι οι κίνδυνοι είναι σημαντικοί.
Η ενίσχυση των φυγόκεντρων τάσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η επαναφορά στην ατζέντα της προσέγγισης μιας Ευρώπης «δύο ταχυτήτων» επιδρούν ήδη αρνητικά στο επιχειρηματικό κλίμα. Η αστάθεια, η ανασφάλεια και η αβεβαιότητα απειλούν να αποτελέσουν το μεγαλύτερο εμπόδιο στην ανάπτυξη των ευρωπαϊκών οικονομιών στα επόμενα χρόνια.
Οφείλουμε, λοιπόν, να απευθύνουμε κάλεσμα στις Ευρωπαϊκές ηγεσίες να αντιμετωπίσουν αυτό τον κίνδυνο. Προστατεύοντας τις θεμελιώδεις αξίες στις οποίες στηρίχθηκε το ευρωπαϊκό οικοδόμημα και η ενιαία αγορά.
Η διαχείριση καταστάσεων όπως το Brexit, αλλά και η ελληνική κρίση, με κοντόφθαλμες λογικές και τακτικισμούς που αποβλέπουν στην εξυπηρέτηση εσωτερικών πολιτικών σκοπιμοτήτων, κάθε άλλο παρά βοηθά στη διατήρηση της ευρωπαϊκής συνοχής.
Τα τελευταία χρόνια, σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι εμφανής η απώλεια πίστης στο ευρωπαϊκό εγχείρημα, ιδιαίτερα μάλιστα στη νομισματική ένωση. Τόσο στον πυρήνα όσο και στην περιφέρεια της ευρωζώνης, οι πολίτες αισθάνονται απογοητευμένοι.
Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί αντιμετωπίζονται ως ένα όλο και πιο απρόσωπο γραφειοκρατικό σύστημα, που επεκτείνει διαρκώς τις αρμοδιότητές του και λαμβάνει αποφάσεις χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση. Η παλινδρόμηση και η οχύρωση στο εθνικό κράτος είναι η αντίδραση των πολιτών, απέναντι σε μια Ένωση που δεν πείθει ότι είναι ικανή να προστατέψει – πόσο μάλλον να βελτιώσει – το βιοτικό τους επίπεδο.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, που γιγάντωσαν το κύμα του λαϊκισμού, είδαμε την οικονομική κρίση μετατρέπεται σταδιακά σε πολιτική και να απειλεί την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η διαχείριση προκλήσεων όπως η έξοδος της Βρετανίας από την Ε.Ε. και η έξοδος της ελληνικής οικονομίας από την κρίση, θα είναι καθοριστικής σημασίας για το μέλλον του ευρωπαϊκού εγχειρήματος.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση – αν θέλει να επιβιώσει – θα πρέπει να προχωρήσει σε γενναία βήματα εμβάθυνσης, αναζητώντας τις κατάλληλες ισορροπίες ανάμεσα στο εθνικό κράτος και τους κοινοτικούς θεσμούς. Θα πρέπει να βρει τρόπους να πείσει τους πολίτες της ότι εξακολουθεί να υπηρετεί τις ιδρυτικές της αρχές και αξίες: την ελευθερία, την ειρήνη, τη συνεργασία, τα ατομικά δικαιώματα, το στόχο της συλλογικής ευημερίας.
Κάθε κρίση γεννά και ευκαιρίες.
Τώρα είναι η ώρα για τη διαφύλαξη των δεσμών μεταξύ Βρετανίας, Ευρώπης και Ελλάδας.
Τώρα είναι η ώρα για επιτάχυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, μακριά από τακτικισμούς που πληγώνουν ανεπανόρθωτα τις αξίες, τη συνοχή και την οικονομία της ευρωπαϊκής κοινότητας.
Τώρα είναι η ώρα για αλλαγή δημοσιονομικής πολιτικής, για επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων και σοβαρή διακυβέρνηση, με στόχο την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας».

Μετάβαση στο περιεχόμενο